Το τελευταίο κρασί

Αύγουστος, 01 2023
krasi

Τα βράδια όταν ερχόταν ντυμένος για το δείπνο τον κοίταζα και αναριωτόμουν πώς νοιώθει κανείς όταν είναι όμορφος. Ήταν πάνω από ένα και ογδόντα ψηλός και είχε γκρίζα μάτια, ηλιοκαμμένο δέρμα και χρυσαφένια μαλλιά. Έμοιαζε με τους μεγαλόσωμους Απόλλωνες που φτιάχνει το εργαστήρι του Φειδία. Όσο για μένα αναπτυσσόμουν αργά και ήμουν μικρόσωμος για την ηλικία μου. Έδειχνα κιόλας πως θα έπαιρνα από το σόι της μητέρας μου, που οι άντρες είναι μελαχρινοί και γαλανομάτες και γίνονται δρομείς και άλτες μάλλον, παρά παλαιστές και παγκρατιαστές. Χαιρόμουν όμως να βλέπω τον πατέρα μου με τον καλό του μπλέ μανδύα που άφηνε γυμνό το μελαχρινό του στήθος και τον αριστερό του ώμο, λουσμένο και χτενισμένο και αλειμμένο με γλυκομύριστα λάδια, με το κεφάλι στεφανωμένο και το γένι του χτενισμένο και μυτερό. Αυτό σήμαινε πώς θα γινόταν συμπόσιο. Κάποτε έδωσε ένα τέτοιο συμπόσιο στο οποίο ήρθε και ο θεός Ερμής. Έτσι τουλάχιστον πίστεψα στην αρχή. Όχι γιατί ο νέος εκείνος ήταν τόσο ψηλός και όμορφος που δεν μπορούσε παρά θεός να είναι, αλλά και γιατί ήταν ολόιδιος με την ερμαϊκή στήλη που βρισκόταν έξω από ένα αρχοντικό. Κι όπως έμαθα αργότερα, το κεφάλι της στήλης είχε φτιαχτεί με εκείνο το μοντέλο. Τέλος πάντων συνήλθα από την κατάπληξή μου μόνο όταν τον είδα να βγαίνει στην αυλή, πράγμα που με έπεισε ότι ήταν άνθρωπος. Τότε κάποιος φώναξε από μέσα:» Αλκιβιάδη! Που είσαι;»
Για να διαβάσετε περισσότερα πατήστε εδώ