Για την ημέρα της μητέρας

Μαΐου, 07 2021
Γ. Ιακωβίδης- Τα πρώτα βήματα

Η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης για την Ημέρα της Μητέρας
“Η Ημέρα της Μητέρας”, γιορτάζεται κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες,προς τιμήν της μάνας και της μητρότητας. Φέτος η ημέρα αυτή είναι η 9η Μαΐου 2021.
Η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης για τιμήσει την μέρα αυτή επέλεξε από τις ποιητικές συλλογές της ορισμένα ποιήματα αφιερωμένα στη μητέρα, γραμμένα από κάποιους από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες.

Γεώργιος Δροσίνης
(Ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος ( 9 Δεκεμβρίου 1859- 3 Ιανουαρίου 1951)] Η εορτή της μητέρας

Όλα τα άνθη χαρωπά, με τη δροσιά λουσμένα,
Στης άνοιξης την αγκαλιά ανθίζουν ένα ένα.
Μα κάβε τι, το πιο μικρό, τη μυρωδιά χαρίζει.
Εις την καλή μητέρα του, πού τόσο το φροντίζει.
Και όταν την πρωτομαγιά γιορτάζει τ΄ όνομά της
Η άνοιξη, γιορτάζουνε μαζί και τα παιδιά της.

Λουλούδια αν είμαστε εμείς, εσύ ‘σαι άνοιξή μας.
Μες στη δική σου αγκαλιά ανθίζει η ψυχή μας.
Αχ! Πάρε την αγάπη μας και δός μας την ευχή σου,
Είναι για μας πρωτομαγιά ή μέρα της γιορτής σου.

Γεράσιμος Μαρκοράς
[ποιητής, μαθητής του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. (1826- 28 Αυγούστου 1911)] ΜΑΝΑ
Μάνα! Δεν βρίσκεται λέξη καμία
να’ χει στον ήχο της τόση αρμονία,
σαν ποιός να σ’ άκουσε με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο που τ’ αγκαλιάζει
και Μάνα! κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας, Μάνα μου! λέει,
Μάνα! και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του, σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται τα κρύα του χείλη,
και με το Μάνα μου! πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

Ν. Γύζης- Η ψυχομάνα
Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης
[Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων».
(4 Μαρτίου 1851- 3 Ιανουαρίου 1911)] Προς την μητέρα μου
Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸσκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺτὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴποὺτὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂνστραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰσταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.

Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲθάλασσ᾽ ἀφρισμένη,
παλαίβωμὲτὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλληδὲνἔχωἄγκουραπλὴντὴνεὐχή σου μόνη.

Στὴνἀγκαλιά σου τὴγλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲςστὸβαθὺτὸ πέλαγο αὐτὸπριχοῦ βουλιάξω.

Μανούλα μου, ἤθελανὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦριζικοῦ μου ἀπὸμακρυὰτὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸθλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖνὰβρῶτὴ μοίρα μου καὶνὰτὴνἐρωτήσω.

Νὰτῆςεἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰτὰβασανά μου
ὡσὰντὸ δίχτυ ποὺσφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰντὴvψυχὴτὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκετὴνΠαναγιὰ κι ὁ πόλεοςδὲνθά ᾽βρει.

Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνηἀπελογήθη:
Ἦτονἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺγεννήθης
ἄλλοιἐπῆραντὸνἀνθὸκαὶσὺτὴ ρίζα πῆρες
ὄνταςσὲἒπλασ᾽ ὁ Θεὸςδὲνεἶχεἄλλεςμοῖρες.

Γεώργιος Βιζυηνός
[πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. (1849- 15 Απριλίου 1896)]

Η μητέρα

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν’ αρνηθώ ή ν ‘ αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ’΄οδηγεί.

Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Μαρία Πολυδούρη
[ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής (1 Απριλίου 1902- 29 Απριλίου 1930)]

Μητέρα μου

Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.

Ἐμένα, ποὺσὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινατὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰνἆμαιἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.

Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼθὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰγίνη
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺὅλο σβήνει…
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιανὥρα.

Νικηφόρος Βρεττάκος
[ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός
(1 Ιανουαρίου 1912- 4 Αυγούστου 1991)

Μάνα και Γιος
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτεπαίδες Ελλήνων …»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.

Γιάννης Ρίτσος

[Ποιητής με διεθνή φήμη και ακτινοβολία.( 1 Μαΐου 1909- 11 Νοεμβρίου 1990)]

“…Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…”

“…Μητέρα, μητέρα
πού αρνηθήκαμε την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
πού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
πού ‘ναι το χέρι σου
ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;..”

(αποσπάσματα από το έργο ¨Το εμβατήριο του Ωκεανού¨)