Η μάνα μέσα απ’ τα μάτια ποιητών και συγγραφέων

Μαΐου, 10 2020
96c1ae_3ca6cc6676664bd0b90f540db22798ff_mv2

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Η μητέρα
Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν’ αρνηθώ ή ν ‘ αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ’ οδηγεί.

Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
—-
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Προς την Μητέρα μου
Μάννα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! Όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάσει.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω,
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο•
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι όπόλεος δεν θαύρει.

Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης•
άλλοι επήραν τον ανθό και σύ τή ρίζα πήρες•
όντας σέ έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».
—–

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Η εορτή της μητέρας
Όλα τα άνθη χαρωπά, με τη δροσιά λουσμένα,
Στης άνοιξης την αγκαλιά ανθίζουν ένα, ένα.
Μα κάθε τι, το πιο μικρό, τη μυρωδιά χαρίζει
Εις την καλή μητέρα του, που τόσο το φροντίζει,
Και όταν την πρωτομαγιά γιορτάζει τ’ όνομά της
Η άνοιξη, γιορτάζουνε μαζί και τα παιδιά της.

Λουλούδια αν είμαστε εμείς, εσύ είσ’ η άνοιξή μας
Μες στη δική σου αγκαλιά ανθίζει η ψυχή μας.
Αχ! Πάρε την αγάπη μας και δος μας την ευχή σου·
Είναι για μας «πρωτομαγιά» η μέρα της γιορτής σου.
—–

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Δάκρυα
Δεν είναι τίποτα στο σπίτι, Μάνα μου,
να μη Σε φέρνει ολάκερη στη σκέψη,
– και μήτε τίποτα στη ζωή μου, Μάνα μου,
που να μην το ’χεις κάπως σημαδέψει.

Κι ούτε που κάνω βήμα, τώρα, Μάνα μου,
χωρίς οι λογισμοί Σου να με ζώσουν,
καθώς αγγίζω ή αντικρύζω, Μάνα μου,
το καθετί που μεταχειριζόσουν…
Κι όχι το καθετί, μονάχα, Μάνα μου,
δικό Σου, είναι μονάκριβο για μένα,
μα ως και τα μέρη, που περνούσες, Μάνα μου,
κι εκείνα, τα θαρρώ σαν αγιασμένα…

Κι όχι τα μέρη εκείνα, μόνο, Μάνα μου,
κάτι, για μένα, έχουν του Παραδείσου,
– μα ώς και τον ίδιο τον εαυτό μου, Μάνα μου,
τον αγαπώ, γιατί ήτανε παιδί Σου…
—-

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει…

Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος!
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.

Εμένα, που σε δέχτηκα ευλογία
κι έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου,
ας με δεχτεί σα νάμαι αμάρτημά σου
η μνήμη σου, μαρτυρική κι’ αγία.

Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα,
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω
πόσους μετρούν νεκρούς τ’ αγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνει
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει…
Αχ, πώς μου λείπεις σε μια τέτοιαν ώρα.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Η μάνα μου
(απόσπασμα από το έργο του «Αναφορά στο Γκρέκο»)

“…Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της…
…Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα…
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

(απόσπασμα από τον ΟΡΕΣΤΗ)
“…Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, – μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως: “μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο”, ή: “ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος”, ή “θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες”, ή “μου διαφεύγει μια νότα απ’ αυτήν την ευωδιά της νύχτας”, και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει –
Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), – τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της, αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της, με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβε την κρεμαστή λάμπα της τραπεζαρίας, κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω, μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό στο εύγραμμο πηγούνι της και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας, μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο – Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, – πάντα φοβόμουνα μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, – όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου…”

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Βιογραφικός Πίνακας (στη μάνα μου)
Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.

Σ’ αυτό το μπαλκόνι
σ’ αυτό το χαμόγελο
τ’ απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.

Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ’ όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄ αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:

«Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν;» Δεν το ‘ξερε.
Δεν το ‘ξερε η ζωή της.

Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.

Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Η μάνα μου
Η μάνα μου φοράει τσεμπέρι
σαν τις μανάδες τις παλιές.
Παίρνει την Παναγιά απ’ το χέρι
και τρέχουνε στις γειτονιές
και σμίγουνε με τον κοσμάκη
που λέει το ψωμί ψωμάκι.

Κι όταν γυρνάνε κούτσα κούτσα
σαν δυο σκιές μες στη βραδιά
με τα φτωχόρουχά τους λούτσα
από βροχή και λασπουριά
δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω
ποιανής το χέρι να φιλήσω.